- ἐναύλισμα
- ἐναύλισμαdwelling-placeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναύλισμα — το (AM ἐναύλισμα) κατοικία, διαμονή, κατασκήνωση, καταυλισμός, τόπος καταυλισμού, διανυκτέρευση, στάθμευση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ γενόμενόν τι οἴκημα» … Dictionary of Greek
ἐναυλίσματα — ἐναύλισμα dwelling place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναυλίσματος — ἐναύλισμα dwelling place neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)